-
1 παρα-στρατο-πεδεύω
παρα-στρατο-πεδεύω, dabei das Lager aufschlagen, πόλει, Pol. 3, 17, 4, ἀλλήλοις, 3, 112, 6, τοῖς βεβοηϑηκόσι, 2, 6, 3; D. Hal. 9, 24; Plut. Camill. 37 u. öfter.
См. также в других словарях:
παραστρατοπεδεύω — Α στρατοπεδεύω κοντά ή απέναντι σε κάποιον («παρεστρατοπέδευσαν τοῑς βεβοηθηκόσι», Πολύβ.) … Dictionary of Greek